-
1 τραπεζεύς
A at, of a table, in Hom. always κύνες τραπεζῆες dogs fed from their master's table, Il.22.69, 23.173, Od.17.309:—[full] τραπεζῆται in Ibyc.60; cf.τραπεζίτης 111
.II parasite, Plu.2.50c;Ἅιδου τ. Aristias
Trag.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζεύς
-
2 τραπεζίτης
Aτράπεζα 11
):—money-changer, banker, Lys.Fr.1.1, D.36.28, 49.5, Antiph. 159.11, PEleph.10.2 (iii B. C.), etc.; οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τ. broken bankers, D.49.68.2 director of a state-bank, SIG577.17 (Milet., iii/ii B. C.), UPZ 112 ii 5 (ii B. C.), IG12(5).880.11, al. (Tenos, i B. C.).III τραπεζεῖται κύνες, = τραπεζῆες (v. τραπεζεύς), Hdn.Gr.2.356, al. [Hdn.Gr. l. c. says - ειτ- is correct in signf. 111, - ῑτ- otherwise; in signf. 1 - ῑτ- is found in IG9(1) l. c. (iv B. C.), 42(1).98.13 (Epid., iii B. C.), PEleph. l. c. (iii B. C.), PCair.Zen.176.63 (iii B. C.), - ειτ- ib. 174 (iii B. C.), SIG742.55 (Ephesus, i B. C.), etc.: prob. only - ῑτ- is correct.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζίτης
-
3 κύων
κύων, κυνός, acc. κύνα, voc. κύον, pl. dat. κύνεσσι: dog, bitch; κύνες θηρευταί, τραπεζῆες, ‘hunting’ and ‘lapdogs,’ Ἀίδᾶο, i. e. Cerberus, Il. 8.368, Od. 11.623; ‘sea-dog,’ perhaps seal, Od. 12.96; dog of Orīon, Sirius, Il. 22.29; as symbol of shamelessness, applied to women and others, Il. 13.623 ; λυσσητήρ, ‘raging hound,’ Il. 8.299.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κύων
См. также в других словарях:
τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… … Dictionary of Greek
τραπεζεύς — έως, ὁ, Α 1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.) 2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος 3. αυτός που ζει εις βάρος… … Dictionary of Greek